- Ἀμμωνιακοῦ
- ἈμμωνιακόςZeusmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… … Dictionary of Greek
θραύσμα — το (ΑΜ θραῡσμα) [θραύω] κομμάτι που έχει αποσπαστεί από σκληρό σώμα με θραύση, σύντριμμα, θρύψαλο («θραύσμα οβίδας») αρχ. 1. (για τη λέπρα) η εφελκίδα* 2. (στον Διοσκ.) το καλύτερο είδος τού αμμωνιακού κόμμεως 3. κάταγμα … Dictionary of Greek
νιτροποίηση — Μετατροπή της αμμωνίας σε νιτρικό οξύ, η οποία γίνεται στο έδαφος και στα λιμνάζοντα νερά, με τη δράση ορισμένων μικροοργανισμών. Η σημασία της ν. είναι τεράστια για την αποτελεσματική καλλιέργεια των εδαφών, γιατί επιτρέπει τη μεταβολή του… … Dictionary of Greek
ρήνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Re· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων· έχει ατομικό αριθμό 75, ατομικό βάρος 186,22· έχει δύο φυσικά ισότοπα, το Re185 σταθερό, το Re187 ραδιενεργό και τέσσερα τεχνητά ισότοπα, τα Re182,… … Dictionary of Greek
κολλαργόλη — Κολλοειδές διάλυμα αργύρου που παρασκευάζεται με επίδραση αμμωνιακού διαλύματος θειικού υποξειδίου του σιδήρου σε διάλυμα νιτρικού αργύρου, παρουσία νιτρικού αμμωνίου. Εμφανίζεται με τη μορφή μικρών κυανόμαυρων δισκίων που είναι διαλυτά στο νερό… … Dictionary of Greek
Φαρενάιτ, Γκαμπριέλ Ντανιέλ — (Fahrenheit, Ντάντσιχ 1686 – Χάγη 1736). Γερμανός φυσικός, γνωστός ιδιαίτερα από το πρώτο υδραργυρικό θερμόμετρο που κατασκεύασε (1714) και τη βαθμονόμηση της ομώνυμης θερμομετρικής κλίμακας, που χρησιμοποιείται και σήμερα στις αγγλοσαξονικές… … Dictionary of Greek